- τάριχ'
- τάριχα , τάριχονneut nom/voc/acc plτάρῑχε , τάριχος 1dead body preserved by embalmingmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαρμακηρός — ά, όν, Α 1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο 2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. ηρός (πρβλ. ταριχ ηρός)] … Dictionary of Greek